Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπὶ λεκάνης

  • 1 ἐπινέω

    A spin to, esp. like ἐπικλώθω, of the Fates, γιγνομένῳ ἐπένησε λίνῳ span for him with her thread at his birth, Il.20.128,24.210: —[voice] Pass.,

    ὁ ἐπινησθεὶς αὐταῖς μόχθος Ael.NA7.1

    , cf. Fr. 260; ἐπινενησμένα ἐς ἅπαντας Ps.-Luc.Philopatr.14.
    ------------------------------------
    A heap upon,

    γῆν πολλήν Longus 1.31

    : elsewhere in [dialect] Ep. form ἐπινηνέω, q.v.
    II. heap up or load with, c. gen. rei, ἁμάξας..

    ἐπινέουσι φρυγάνων Hdt.4.62

    : [tense] pf. part. [voice] Pass., τράπεζαι ἐπινενησμέναι

    ἀγαθῶν ἁπάντων Ar.Ec. 838

    (- νενασμέναι codd.).
    ------------------------------------
    ἐπινέω (C), [tense] fut. - νεύσομαι,
    A float on the top, Alex.33.5;

    ἐπὶ λεκάνης Ath.15.667e

    .
    2. swim upon,

    τινί Aristid.2.94J.

    ; swim over, Arist. HA 620b22.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπινέω

  • 2 βάλλω

    βάλλω fut. βαλῶ; 2 aor. ἔβαλον, 3 pl. ἔβαλον Lk 23:34 (Ps 21:19); Ac 16:23 and ἔβαλαν Ac 16:37 (B-D-F §81, 3; Mlt-H. 208); pf. βέβληκα (on this form s. lit. in LfgrE s.v. βάλλω col. 25). Pass.: 1 fut. βληθήσομαι; 1 aor. ἐβλήθην; pf. βέβλημαι; plpf. ἐβεβλήμην (Hom.+) gener. to put someth. into motion by throwing, used from the time of Hom. either with a suggestion of force or in a gentler sense; opp. of ἁμαρτάνω ‘miss the mark’.
    to cause to move from one location to another through use of forceful motion, throw
    w. simple obj. scatter seed on the ground (Diod S 1, 36, 4; Ps 125:6 v.l. [ARahlfs, Psalmi cum Odis ’31]) Mk 4:26; 1 Cl 24:5; AcPlCor 2:26; in a simile, of the body τὸ σῶμα … βληθέν vs. 27; εἰς κῆπον Lk 13:19; cast lots (Ps 21:19; 1 Ch 25:8 al.; Jos., Ant. 6, 61) Mt 27:35; Mk 15:24; Lk 23:34; J 19:24; B 6:6.
    throw τινί τι Mt 15:26; Mk 7:27. τὶ ἔμπροσθέν τινος Mt 7:6 (β.= throw something before animals: Aesop, Fab. 275b H./158 P./163 H.). τὶ ἀπό τινος throw someth. away (fr. someone) Mt 5:29f; 18:8f (Teles p. 60, 2 ἀποβάλλω of the eye). τὶ ἔκ τινος: ὕδωρ ἐκ τοῦ στόματος ὀπίσω τινός spew water out of the mouth after someone Rv 12:15f; β. ἔξω = ἐκβάλλειν throw out J 12:31 v.l.; 2 Cl 7:4; s. ἐκβάλλω 1. Of worthless salt Mt 5:13; Lk 14:35; of bad fish throw away Mt 13:48 (cp. Κυπρ. I p. 44 no. 43 κόπρια βάλλειν probably = throw refuse away); τὶ ἐπί τινα: throw stones at somebody J 8:7, 59 (cp. Sir 22:20; 27:25; Jos., Vi. 303); in a vision of the future dust on one’s head Rv 18:19; as an expression of protest τὶ εἴς τι dust into the air Ac 22:23 (D εἰς τ. οὐρανόν toward the sky); cast, throw nets into the lake Mt 4:18; J 21:6; cp. vs. 7; a fishhook Mt 17:27 (cp. Is 19:8). Pass., into the sea, lake Mt 13:47; Mk 9:42; βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν throw yourself into the sea Mt 21:21; Mk 11:23. Throw into the fire (Jos., Ant. 10, 95 and 215) Mt 3:10; Mk 9:22; Lk 3:9; J 15:6; into Gehenna Mt 5:29; 18:9b; 2 Cl 5:4; into the stove Mt 6:30; 13:42, 50 (cp. Da 3:21); Lk 12:28; 2 Cl 8:2. β. ἑαυτὸν κάτω throw oneself down Mt 4:6; Lk 4:9 (cp. schol. on Apollon. Rhod. 4, 1212–14a εἰς τὸν κρημνὸν ἑαυτὸν ἔβαλε; Jos., Bell. 4, 28).—Rv 8:7f; 12:4, 9 (schol. on Apollon. Rhod. 4, 57; 28 p. 264, 18 of throwing out of heaven ἐκβληθέντα κατελθεῖν εἰς Ἅιδου), 13; 14:19; 18:21; 19:20; 20:3, 10, 14f; thrown into a grave AcPlCor 2:32 (cp. τὰ νεκρούμενα καὶ εἰς γῆν βαλλόμενα Just., A I, 18, 6).—Of physical disability βεβλημένος lying (Jos., Bell. 1, 629) ἐπὶ κλίνης β. Mt 9:2; cp. Mk 7:30. Throw on a sickbed Rv 2:22. Pass. abs. (Conon [I B.C./I A.D.] 26 Fgm. 1, 17 Jac. βαλλομένη θνήσκει) lie on a sickbed (cp. Babrius 103, 4 κάμνων ἐβέβλητο [ἔκειτο L-P.]) Mt 8:6, 14. ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα he lay before the door Lk 16:20 (ἐβέβλητο as Aesop, Fab. 284 H.; Jos., Ant. 9, 209; Field, Notes 70).—Fig. εἰς ἀθυμίαν β. τινά plunge someone into despondency 1 Cl 46:9.
    to cause or to let fall down, let fall of a tree dropping its fruit Rv 6:13; throw down 18:21a, to destruction ibid. b.
    to force out of or into a place, throw (away), drive out, expel ἐβλήθη ἔξω he is (the aor. emphasizes the certainty of the result, and is gnomic [B-D-F §333; Rob. 836f; s. Hdb. ad loc.]) thrown away/out, i.e. expelled fr. the fellowship J 15:6. drive out into the desert B 7:8; throw into prison Mt 18:30; Rv 2:10 (Epict. 1, 1, 24; 1, 12, 23; 1, 29, 6 al.; PTebt 567 [53/54 A.D.]). Pass. be thrown into the lions’ den 1 Cl 45:6 (cp. Da 6:25 Theod. v.l.; Bel 31 Theod. v.l.); εἰς τὸ στάδιον AcPl Ha 4, 13. Fig. love drives out fear 1J 4:18.
    to put or place someth. in a location, put, place, apply, lay, bring
    w. simple obj. κόπρια β. put manure on, apply m. Lk 13:8 (POxy 934, 9 μὴ οὖν ἀμελήσῃς τοῦ βαλεῖν τὴν κόπρον).
    w. indication of the place to which τὶ εἴς τι: put money into the temple treasury Mk 12:41–44; Lk 21:1–4 (in the context Mk 12:43f; Lk 21:3f suggest sacrifical offering by the widow); τὰ βαλλόμενα contributions (s. γλωσσόκομον and cp. 2 Ch 24:10) J 12:6; put a finger into an ear when healing Mk 7:33; difft. J 20:25, 27 (exx. from medical lit. in Rydbeck 158f); to determine virginal purity by digital exploration GJs 19:3; put a sword into the scabbard J 18:11; place bits into mouths Js 3:3; εἰς τὴν κολυμβήθραν take into the pool J 5:7; cp. Ox 840, 33f; πολλὰ θηρία εἰς τὸν Παῦλον many animals let loose against Paul AcPl Ha 5, 4f (here β. suggests the rush of the animals); β. εἰς τὴν καρδίαν put into the heart J 13:2 (cp. Od. 1, 201; 14, 269; Pind., O. 13, 16 [21] πολλὰ δʼ ἐν καρδίαις ἔβαλον; schol. on Pind., P. 4, 133; Plut., Timol. 237 [3, 2]; Herm. Wr. 6, 4 θεῷ τῷ εἰς νοῦν μοι βαλόντι). Of liquids: pour (Epict. 4, 13, 12; PLond III, 1177, 46 p. 182 [113 A.D.]; Judg 6:19 B) wine into skins Mt 9:17; Lk 5:37f; water into a basin (TestAbr B 3 p. 107, 18 [Stone p. 62] βάλε ὕδωρ ἐπὶ τῆς λεκάνης ἵνα νίψωμεν τοὺς πόδας τοῦ ξένου [cp. TestAbr A 3 p. 80, 1 [Stone p. 8] ἔνεγκέ μοι ἐπὶ τῆς λ.]; Vi. Aesopi W 61 p. 92, 29f P. βάλε ὕδωρ εἰς τ. λεκάνην καὶ νίψον μου τοὺς πόδας; PGM 4, 224; 7, 319 βαλὼν εἰς αὐτὸ [the basin] ὕδωρ) J 13:5; wormwood in honey Hm 5, 1, 5; ointment on the body Mt 26:12.—βάρος ἐπί τινα put a burden on some one Rv 2:24. δρέπανον ἐπὶ τὴν γῆν swing the sickle on the earth as on a harvest field Rv 14:19. Cp. ἐπʼ αὐτὸν τὰς χείρας J 7:44 v.l. (s. ἐπιβάλλω 1b). Lay down crowns (wreaths) before the throne Rv 4:10.
    other usage ῥίζας β. send forth roots, take root like a tree, fig. (Polemon, Decl. 2, 54 ὦ ῥίζας ἐξ ἀρετῆς βαλλόμενος) 1 Cl 39:8 (Job 5:3).
    to bring about a change in state or condition, εἰρήνην, μάχαιραν ἐπὶ τὴν γῆν bring peace, the sword on earth Mt 10:34 (Jos., Ant. 1, 98 ὀργὴν ἐπὶ τὴν γῆν βαλεῖν); χάριν ἐπʼ αὐτήν God showed her (Mary) favor GJs 7:3. τὶ ἐνώπιόν τινος: σκάνδαλον place a stumbling-block Rv 2:14.
    to entrust money to a banker for interest, deposit money (τί τινι as Quint. Smyrn. 12, 250 in a difft. context) w. the bankers (to earn interest; cp. Aristoxenus, Fgm. 59 τὸ βαλλόμενον κέρμα; so also Diog. L. 2, 20) Mt 25:27.
    to move down suddenly and rapidly, rush down, intr. (Hom.; Epict. 2, 20, 10; 4, 10, 29; POslo 45, 2; En 18:6 ὄρη … εἰς νότον βάλλοντα ‘in a southern direction’. Cp. Rdm.2 23; 28f; Rob. 799; JStahl, RhM 66, 1911, 626ff) ἔβαλεν ἄνεμος a storm rushed down Ac 27:14. (s. Warnecke 36 n. 9).—B. 673. Schmidt, Syn. III 150–66. DELG. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > βάλλω

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»